Το Σεπτέμβρη του 2010, λίγο πριν τα εγκαίνια του Αρχοντικού Ιεροδιακόνου ως οίκημα του Πολιτιστικού Εργαστηρίου, βρέθηκα στην Αθήνα. Βρέθηκα κοντά στην Πόπη Μουπαγιατζή. Παρά τους αρχικούς δισταγμούς μου μετά τη συνάντησή μας έφευγα με ένα δέμα σφιγμένο στα χέρια. Κατά την πτήση προς Λάρνακα το κρατούσα αγκαλιά .. Το χρέος της μεταφοράς του στην Κύπρο ήταν βαρύ.. η διαδρομή του σαν μέσα από παραμύθι. Κι όμως μέσα από το παραμύθι βρίσκεις τον άνθρωπο. Η φορεσιά σαν μπεις στο Αρχοντικό στα δεξιά σου μιλάει.. μιλάει για τον άνθρωπο.. για τη δύναμή του να κάνει την πραγματικότητα να μοιάζει παραμύθι… (Παναγιώτης Θεοδώρου 09/2010)
ΕΞΟΦΛΗΣΗ ΧΡΕΟΥΣ
Όταν, έναν περίπου μήνα πριν από εγκαίνια του Αρχοντικού Ιεροδιακόνου, ο Παναγιώτης Θεοδώρου επέστρεφε στην Κύπρο από ένα ολιγοήμερο ταξίδι στην Αθήνα, έπαιρνε μαζί του ένα κομμάτι της οικογενειακής μου ιστορίας. Μετά από πολλή σκέψη –και την άδεια, βέβαια, του γιου μου– του είχα εμπιστευθεί τα πράγματα που μου είχε αφήσει πεθαίνοντας η εκ πατρός γιαγιά μου, η Καλλιόπη. Η Καλλιόπη Μουπαγιατζή, το γένος Αντωνίου Πολάτογλου, καταγόταν από τη Σίλλη της Μικράς Ασίας (περιοχή Ικονίου) και, όπως τόσοι άλλοι, είχε φτάσει το 1922 στην Ελλάδα, ξεριζωμένη από τον γενέθλιο τόπο.
Τη δική της ιστορία, μαζί και των κειμηλίων της, που πλέον βρίσκονται στο Αρχοντικό Ιεροδιακόνου, έδρα του Πολιτιστικού Εργαστηρίου των Αγίων Ομολογητών, θα σας αφηγηθώ εδώ. Αλλά προηγουμένως θα σας πω πότε στ’ αλήθεια πείσθηκα ότι είχα πάρει τη σωστή απόφαση.
Το βράδυ των εγκαινίων, καθισμένοι όλοι στην αυλή του Αρχοντικού, ακούγαμε τον κτήτορά του, τον κύριο Άκη Ιεροδιακόνου, να μας αφηγείται με τον γλαφυρό τρόπο του παλιές ιστορίες για το Αρχοντικό και τη γειτονιά. «Α», είπε κάποια στιγμή, «πόσες φορές δεν έχω θυμηθεί το δροσερό αεράκι που φυσούσε ξαφνικά τις νύχτες του καλοκαιριού κι έπαιρνε όλη την κάψα της μέρας από τη Λευκωσία… “Φυσάει ο αέρας της Καραμανιάς” λέγαμε τότε». «Ακόμα φυσάει…» του είπαν τα παιδιά. Και γελάσαμε.
Τότε σκέφτηκα να ζητήσω από τη Χριστιάνα τις νύχτες του καλοκαιριού ν’ αφήνει πού και πού ανοιχτά τα παράθυρα, για να δροσίζεται κι η γιαγιά μου απ’ τον αέρα του δικού της τόπου, της «πατρίδας», όπως έλεγε ως το θάνατό της την αντικρινή Λυκαονία.
Όταν έφτασε η διαταγή να τα μαζέψουν και να φύγουν, η Καλλιόπη δεν το πίστεψε. Χειμώνας του ’22. Και βαρύς. Όπως είναι σχεδόν πάντα ο χειμώνας πάνω στον Ταύρο, «μεγαλυτέρα οροσειρά της Μικράς Ασίας, δεσπόζουσα της Μεσογείου». Εκείνο το χειμώνα ήταν μόνη. Μόνη με τα δυο της παιδιά, εννιά ο μεγάλος, δύο ο μικρός. Χωρίς άντρα. Σχεδόν χρόνος έκλεινε που εκείνος έλειπε στα Τάγματα Εργασίας.
Άντρας του σπιτιού, εδώ και καιρό, ο Xασάν. Ένας γερο-Τούρκος – γέρο τον θαρρούσε τότε εκείνη, καθώς δεν ήταν ούτε τριάντα χρόνων. Γιατί ο Xασάν θα ’ταν δεν θα ’ταν πενηντάρης. Άνθρωπος έμπιστος ο Xασάν, άνθρωπος για όλες τις δουλειές. Κι από τον καιρό που πήραν τον Θεόφιλο στα Τάγματα, ο άντρας του σπιτιού.
Τρεις γιους είχε ο Xασάν. Στη γέννα του μικρότερου, που είχε την ηλικία του Γιάννου της, πέθανε η γυναίκα του. Από τότε εκείνος εγκαταστάθηκε μόνιμα, μ’ όλη του τη φαμελιά, στο σπίτι της. Κι ο ορφανός μικρούλης μεγάλωνε στα χέρια της, μαζί με τον πατέρα μου.
Τη διαταγή να φύγουν, λοιπόν, δεν την πίστεψε. Τα ’χαν ξαναπεράσει αυτά στο Μεγάλο Πόλεμο, τότε που ξεσπιτώθηκαν πάλι κι έμειναν για σχεδόν τρία χρόνια στο Μπέη-Σεχίρ. Γιατί τάχα τώρα να ήταν τα πράγματα διαφορετικά; Όφειλε, ωστόσο, να υπακούσει.
Το βράδυ φώναξε τον Xασάν. Τον περίμενε καθισμένη πάνω στο κόκκινο βαρύ μεταξωτό στρωσίδι του οντά, με τα περσικά σχέδια. Εκείνος μπήκε σέρνοντας τα βήματά του. Του χαμογέλασε
«Πώς το μπορείς;» τη ρώτησε με τη βαριά, καραμανλίδικη προφορά του.
«Μπορώ τι;» απόρησε εκείνη.
«Μόνη σου… με τα δυο παιδιά… κι ο αφέντης να λείπει. Ούτε αν ζει καν καλά καλά δεν ξέρουμε. Πώς το μπορείς ν’ αφήσεις τον τόπο σου, το βιος σου…»
Τσάκισε η φωνή του, κι αυτός, ένας απευθείας απόγονος των υπερήφανων Σελτζούκων, βρέθηκε στα γόνατα, να κλαίει μ’ αναφιλητά.
H Καλλιόπη σηκώθηκε:
«Έλα, τα χάνεις, θαρρώ, γερο-Xασάν. Πού πάω, σάμπως; Στην Aλεξανδρέττα σκέφτηκα να πάμε, για καλύτερα. Δεν θα χαθούμε, δα. Εκεί, πρώτα ο Θεός, θα μας βρει κι ο Θεόφιλος. H υπηρεσία του, οι Γαλλικοί Σιδηρόδρομοι, μου μήνυσαν πως ξέρουν πού βρίσκεται. Κι αυτοί θα φροντίσουν να τον στείλουν κοντά μας. Άντε έξι μήνες, ένας χρόνος το πολύ… κι εδώ θα ’μαστε πάλι. Τι σ’ έπιασε, για το Θεό, και κάνεις έτσι;»
Της πήρε τα χέρια μέσα στα δικά του. Τα αναφιλητά έγιναν τώρα ένα ήσυχο κλάμα.
«O Θεός είναι μεγάλος, κυρά. Να δώσει να έρθουν τα πράγματα όπως τα λες. Κι εδώ θα είμαστε εμείς, να σας περιμένουμε. Το σπίτι παστρικό κι ο κήπος φροντισμένος, όπως τα θες. Και το αμπέλι με το σαββατιανό σταφύλι, που τόσο αγαπάς, θα το βρεις τρανεμένο. Άμποτε, κυρά, κι από το στόμα σου στου Θεού το αυτί».
«Όπως τα λέω θα γίνουν, Xασάν, να το δεις. Μόνο που ένα κλειδί του σπιτιού θα κρατήσω κι εγώ τούτη τη φορά. Δεν ξέρεις τι γίνεται… μην τύχει και γυρίσουμε μες στο καλοκαίρι, κι εσύ είσαι με τα παιδιά στη Σίλλη…»
H Σίλλη, δώδεκα χιλιόμετρα έξω από το Ικόνιο, ήταν ένα καθαρά χριστιανικό χωριό. Το καλοκαίρι, όταν η υγρασία και τα κουνούπια γίνονταν αφόρητα στο Iκόνιο, έφευγαν όλοι για τη Σίλλη, στο σπίτι της εξοχής.
Ζωσμένο από αμπέλια, μποστάνια με μελιτζάνες και πεπόνια ήταν εκείνο το σπίτι. O Xασάν, νωρίς το πρωί, έπαιρνε το μικρό του γιο, τον Aμπντέλ, ξυπνούσαν τον Γιάννο, κι έφευγαν οι τρεις τους για τα χωράφια, να στήσουν ξόβεργες για τα πουλιά μέσα στο αμπέλι.
Μια χάρη μόνο ζήτησε η Καλλιόπη από τον Xασάν, εκείνο το βράδυ του Νοεμβρίου του 1922. Καλά, εκείνη έπαιρνε κοντά της το κλειδί του σπιτιού. Μα το νυφικό της και την επίσημη στολή του τόπου της, όχι, θα ήταν κουτό να τα πάρει μαζί της. Άλλωστε οι διαταγές ήταν σαφείς: έναν μπόγο ρούχα δικαιούταν καθένας τους και τίποτε άλλο. Κι είχε ανάγκη ζεστά ρούχα για τα παιδιά, καθώς το ταξίδι με το τρένο από το Ικόνιο ως την Aλεξανδρέττα μπορεί να βαστούσε μέρες – δεν ξέρεις τι θα έβρισκαν παραέξω…
Το νυφικό ήταν ασήκωτο. Χριστιανοί και Τούρκοι είχαν θαμπωθεί όταν την είδαν, με ακάλυπτο το πρόσωπο, να βγαίνει από το σπίτι του πατέρα της, στο μπράτσο του μεγάλου της αδελφού, του Δανιήλ, για να πάει, πρωί Κυριακής, νύφη, στην εκκλησία.
Δεν είχε θελήσει να κάνει το γάμο στο σπίτι, όπως συνηθιζόταν στον τόπο τους εκείνο τον καιρό. Το νυφικό της το είχε παραγγείλει ο ίδιος ο πατέρας της λίγο προτού πεθάνει. Μα πέθανε πριν τη δει νύφη, ξαφνικά. Στερνή του επιθυμία, ο γάμος να μην καθυστερήσει. Κι αφού εκείνος δεν θα ήταν εκεί να τη δει, ο γάμος να γινόταν στην εκκλησία, να τη χαρούν ολωνών τα μάτια. Κι έτσι έγινε.
Βγήκε, λοιπόν, η Καλλιόπη, στο μπράτσο του Δάνου στηριγμένη, κι όλοι βουβάθηκαν. Στο πρωινό φως λουσμένη, βουρκωμένη μα με στητό το κορμί, τυλιγμένη στο λευκό εκείνο σύννεφο που άστραφτε, με τους ημιπολύτιμους λίθους να σχηματίζουν, ραμμένοι πάνω στο νυφικό, μπουκέτα ρόδων. Στο λαιμό της, στερνό δώρο του πατέρα, το «τριαντάφυλλο»: ένα μεγάλο διαμάντι, δεμένο γύρω με άλλα, μικρότερα…
Ήταν αποκαλόκαιρο του 1912.
Πότε κύλησαν κιόλας δέκα χρόνια… Τώρα, χειμώνας του 1922. O Δάνος φυγάς στην Κύπρο από τα 1918, με τη μάνα της και τη μικρή της αδελφή. O Θεόφιλος δίστασε να τους ακολουθήσουν και τον πήραν στα Τάγματα Εργασίας.
Εκείνη θα πάρει μαζί της το «τριαντάφυλλο», καθώς και το κλειδί του σπιτιού. Μα το νυφικό και τη στολή όχι, δεν γίνεται… Γι’ αυτά είναι η χάρη που ζητάει τώρα από τον Xασάν.
Εκείνος φέρνει ένα μικρό, ζωγραφισμένο μπαούλο. Η Καλλιόπη το ανοίγει, βγάζει γι’ άλλη μια φορά το νυφικό, το αποθέτει πάνω στο κόκκινο του οντά, ανασηκώνει τη μια άκρη του σύννεφου και τη φέρνει στο πρόσωπό της. Το μετάξι από κάτω λάμπει στο χαμηλό φως της κάμαρας. Αγκαλιάζει το λευκό ρούχο: ο πατέρας, ο άντρας, ο αδελφός την παραστέκουν. Και βουβός, δυο βήματα παραπίσω, ο Xασάν.
Αυτά τα ρούχα τού ζητάει να της φυλάξει. Μόνο αυτά. Ευχή και κατάρα: να της τα φυλάξει.
Πέρασαν σαράντα τέσσερα χρόνια. 1966. H γιαγιά μου η Καλλιόπη είχε πατήσει για τα καλά τα εβδομήντα. O Γιάννος, ο πατέρας μου, είχε πενηνταρίσει. Κι ο «μικρός» ήταν πια σαράντα έξι χρόνων κι απ’ την Kαταστροφή δεν είχε παρά μόνο τις μνήμες της μάνας του, τα σκόρπια λόγια του αδελφού του και τη μεγάλη φωτογραφία του πατέρα του, με τη στολή του σιδηροδρομικού, κι από κάτω, με καλλιτεχνικά γράμματα, την υπογραφή Photo G. K. Solakian, KONIA. Bέβαια στην οικογένεια υπήρχε πάλι ένας Θεόφιλος: ο αδελφός μου. Εγώ τη χρονιά εκείνη θα πήγαινα στην Τετάρτη Δημοτικού.
Το τηλεφώνημα από τη Θεσσαλονίκη μας μπέρδεψε. Το πήρε η γιαγιά ένα μεσημέρι. Από την άλλη άκρη της γραμμής κάποιος ρωτούσε το όνομά της. Το βαφτιστικό της όνομα. Του είχε, λέει, τηλεφωνήσει κάποιος από τα Άδανα. Όμως, αν και πρόσφυγες κι εκείνοι, κανείς στο σπίτι τους πια δεν μιλούσε καλά τα τούρκικα. Δεν είχαν καλοκαταλάβει. Ξανά τους τηλεφώνησε ο Τούρκος από τα Άδανα. Τη φορά όμως αυτή μαζί με κάποιον που μιλούσε λίγα γαλλικά. Τσάτρα-πάτρα κάτι κατάλαβαν. Τους είπαν το δικό τους επίθετο·– που ήταν ίδιο με το δικό μας. Μα ο Τούρκος ζητούσε την Καλλιόπη. Την κόνα Καλλιόπη. Τους είπαν: «Δεν έχουμε εμείς Καλλιόπη στην οικογένεια». Νέα τηλεφωνήματα… Τελικά, οι Θεσσαλονικείς συνονόματοί μας έψαξαν. Το επίθετο, άλλωστε, δεν ήταν καθόλου συνηθισμένο. Και βρήκαν τη γιαγιά μου. Της έδωσαν ένα νούμερο τηλεφώνου:
«Να ζητήσει τον Aλή Μπακιρέλ».
«Μπακιρέλ…»
O πατέρας μου κι ο θείος μου σήκωσαν με απορία τους ώμους. H γιαγιά μου δεν είπε τίποτα. Προχώρησε με μετρημένα βήματα στο καθιστικό. Άνοιξε το αριστερό ντουλάπι του παλιού μπουφέ με το μάρμαρο, έβγαλε από το βάθος ένα κουτί συρταρωτό –θαρρώ από κολόνια «Μενούνος» ήταν– και, στρέφοντας αργά το κορμί της, ακούμπησε πάνω στο τραπέζι ένα βαρύ, σιδερένιο κλειδί.
«Μπακιρέλ… Έτσι ήταν το όνομα του Xασάν, είμαι βέβαιη», είπε μόνο.
O πατέρας μου βημάτισε νευρικά. Κάτι σαν να θυμόταν…
H συνέχεια ήταν μικρή αλλά ενδιαφέρουσα. O Γιάννος, ο πατέρας μου, τηλεφώνησε σ’ αυτόν τον Aλή Μπακιρέλ, στην Τουρκία. Χρειάστηκε ν’ απαντήσει σε πολλά:
— Το δικό του όνομα και το όνομα του αδελφού του· τις ηλικίες και των δυονών τους.
— Το επάγγελμα και το όνομα του πατέρα τους.
— Το πατρικό επίθετο της μάνας, το επάγγελμα του παππού, τα ονόματα όλων των αδελφών της.
— Πού βρισκόταν το σπίτι του Ικονίου και πού το κτήμα της Σίλλης – πίσω από το παλιό Δημαρχείο ήταν το πρώτο, στα ριζά του λόφου της Αγίας Θέκλας το δεύτερο…
Κι άλλα πολλά, που εκείνος, παιδί εννιά χρόνων το ’22, δεν μπορούσε να θυμάται.
«Να ρωτήσεις τη μάνα σου, αφού λες ότι ζει. Αν δεν ζει, θα δούμε…» επέμενε ο Aλή Μπακιρέλ.
O πατέρας μου τη ρώτησε. Κι εκείνη απάντησε σ’ ό,τι ζητούσαν. Τελευταία ζήτησαν τη διεύθυνσή της στην Αθήνα. Την έδωσαν κι αυτή.
Μετά από δυο τρεις βδομάδες, μπορεί και λιγότερο, έφτασε ένας φάκελος μεγάλος. Μέσα, ένα μικρό σκουριασμένο κλειδί λουκέτου κι ένα γράμμα. Το αντιγράφω:
Σεβαστή μας μητέρα,
Εδώ και έξι χρόνια, που ο πατέρας μας, ο Xασάν Μπακιρέλ, άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο και πήγε να συναντήσει τη μάνα μας και τον μεγάλο μας αδελφό, ψάχνουμε να σας βρούμε. Πιο πριν μιλούσαμε για σας κάθε μέρα, όμως ο πατέρας ποτέ δεν θέλησε να σας αναζητήσει. Ήταν βέβαιος, έλεγε, ότι δεν χρειαζόταν, γιατί εσείς θα ερχόσασταν να πάρετε από τα χέρια του ό,τι του εμπιστευτήκατε.
Με την «ανταλλαγή», μας έβγαλαν, βέβαια, από το σπίτι, όμως νοικιάσαμε δυο κάμαρες πιο δίπλα και το σπίτι σας πάντα στέκει, κι ας το κατοικούν ξένοι.
Μόνο στο κρεβάτι του θανάτου του πήρε πια την απόφαση ο πατέρας μας πως σε τούτο τον κόσμο δεν θα ξανανταμωθείτε. Και τότε μας είπε, ευχή και κατάρα σάς αφήνω να βρείτε την κόνα Καλλιόπη και να της γυρίσετε ό,τι μου άφησε. Κι αυτό κάναμε. Μαζί μάς άφησε και την υποχρέωση, αν δεν ήταν βολετό να έρθετε σεις η ίδια εδώ, να απαντηθούν σωστά όλα όσα ρωτήσαμε τον αδελφό μας τον Γιάννο, κι ας ήμασταν από μιας αρχής βέβαιοι ότι ήταν εκείνος.
Τώρα, κι εμείς πια κάναμε το χρέος μας και μπορούμε ήσυχοι να ζήσουμε και ήσυχοι να αντικρίσουμε, όταν έρθει ο καιρός, τον πατέρα μας.
Σας φιλούμε με δάκρυα τα χέρια
Aλή και Aμπντέλ Μπακιρέλ
Τις ίδιες μέρες έφτασε με το τρένο και το «δέμα»: ένα ξύλινο κιβώτιο. O πατέρας μου και ο θείος μου πήγαν μαζί στο Σταθμό και το παρέλαβαν. Το ανοίξαμε στο καθιστικό της γιαγιάς. Μέσα του, θαμπωμένο μετά από τόσα χρόνια αλλά άθικτο, το μικρό, ζωγραφισμένο μπαούλο. H γιαγιά, αμίλητη, παίρνει το μικρό κλειδί του λουκέτου και το ξεκλειδώνει. Σχεδόν δεν ανασαίνουμε. Σκύβει, αγκαλιάζει το λευκό ρούχο. Το πιάνει απ’ τις μασχάλες και το σηκώνει ανάμεσά μας. Μ’ ένα ανεπαίσθητο θρόισμα, το μετάξι, σαπισμένο από το χρόνο, αναλύεται σε μια ασημένια σκόνη. Σφίγγει το ρούχο στο στήθος της.
Έζησε άλλα δεκαπέντε χρόνια η γιαγιά μου. Μα δεν έλειψε από τα χείλη της ένα παράπονο, μια τύψη:
«Δεν έπρεπε… δεν έκανα καλά που πήρα τότε το κλειδί. Αλλιώς ο Xασάν θα ’χε κρατήσει το σπίτι. Μα έτσι το άφησε και πατήθηκε, θαρρώντας πως θα κρατούσα το λόγο μου και θα γύριζα εγώ να το ζητήσω πίσω. Δεν έπρεπε…»
Τη θάψαμε με το κλειδί της, μη και μπορέσει να το δώσει, όπως ήθελε, στον Xασάν.
Το λευκό ρούχο και το άλλο δεν τα θέλησε κοντά της. Τα άφησε σε μένα, μ’ έναν όρο: να γράψω κάποτε την ιστορία τους.
Τώρα έχω κάνει κι εγώ το δικό μου χρέος.
Μάρτιος 2011
Πόπη Μουπαγιατζή
Η φορεσιά στέκει στο Αρχοντικό, περήφανη αγέρωχη.. φιλοξενείται σε προθήκη που μας παραχώρησε το Λεβέντειο Δημοτικό Μουσείο με απόφαση της εφόρου Λουκίας Χατζιηγαβριήλ, περιποιημένη, βαλμένη, φτιαγμένη με αγάπη και σεβασμό από τη Χριστιάνα Παπαδοπούλου.